- πύρδαιον
- και λακων. τ. πούρδαιν, τὸ, Απύρδαλον*.[ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ + δαίω «ανάβω, καίω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πούρδαιν — Α (κατά τον Ησύχ.) «μαγειρεῑον Λάκωνες». [ΕΤΥΜΟΛ. Λακων. τ. τού πύρδαιον «μαγειρείο» (< πῦρ + δαίω «ανάβω»)] … Dictionary of Greek